ολοφώιος

ολοφώιος
ὀλοφώϊος, -ον (Α)
ολέθριος, καταστρεπτικός, θανατηφόρος («ὀλοφώϊα εἰδώς» — έμπειρος ολέθριων τεχνασμάτων, Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σημ. τής λ. «ολέθριος, καταστρεπτικός» είχε οδηγήσει, κατά την αρχαιότητα, στη σύνδεση της με το ρ. ὄλλυμι, άποψη όμως, που προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες. Η χρησιμοποίηση τής λ. σε χωρία τού ομηρικού κειμένου με σημ. «πανούργος, πονηρός» επέτρεψε τη σύνδεση της με το ρ. ἐλεφ-αίρομαι «εξαπατώ». Τέλος, η κατάλ. -ώϊος υποδεικνύει πιθ. την ύπαρξη ενός ουσ. σε -ως ή -ω, από το οποίο θα έχει παραχθεί το επίθ. ὀλοφώϊος (πρβλ. ηρώιος: ήρως, μητρώιος: μήτρως, λεχώιος: λεχώ), αν δεν πρόκειται για απλό αναλογικό σχηματισμό (πρβλ. ολώιος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὀλοφώιος — destructive masc/fem nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοφώιον — ὀλοφώιος destructive masc/fem acc sg (epic) ὀλοφώιος destructive neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοφώια — ὀλοφώιος destructive neut nom/voc/acc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολοός — (I) ὀλοός και ὀλοιός και ὀλος, ή, όν και οὐλοός και ὀλώϊος και ὀλοίϊος, ον (Α) 1. θανατηφόρος, ολέθριος, καταστρεπτικός («θεῶν ὀλοώτατε πάντων», Ομ. Ιλ.) 2. (σπαν. με παθ. σημ.) κατεστραμμένος, χαμένος («ὀλοοὺς ἀπέλειπον Τυρίας ἐκ ναὸς ἔρροντας» …   Dictionary of Greek

  • u̯el-5, u̯elǝ- —     u̯el 5, u̯elǝ     English meaning: to deceive     Deutsche Übersetzung: “täuschen”?     Material: Lith. vìlti “cheat, deceive”, Ltv. vil̂t ds., O.Pruss. prawilts “verraten”, Lith. vỹlius “deceit, artifice”, zero grade O.Pruss. po wela ‘sie… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”