- ολοφώιος
- ὀλοφώϊος, -ον (Α)ολέθριος, καταστρεπτικός, θανατηφόρος («ὀλοφώϊα εἰδώς» — έμπειρος ολέθριων τεχνασμάτων, Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σημ. τής λ. «ολέθριος, καταστρεπτικός» είχε οδηγήσει, κατά την αρχαιότητα, στη σύνδεση της με το ρ. ὄλλυμι, άποψη όμως, που προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες. Η χρησιμοποίηση τής λ. σε χωρία τού ομηρικού κειμένου με σημ. «πανούργος, πονηρός» επέτρεψε τη σύνδεση της με το ρ. ἐλεφ-αίρομαι «εξαπατώ». Τέλος, η κατάλ. -ώϊος υποδεικνύει πιθ. την ύπαρξη ενός ουσ. σε -ως ή -ω, από το οποίο θα έχει παραχθεί το επίθ. ὀλοφώϊος (πρβλ. ηρώιος: ήρως, μητρώιος: μήτρως, λεχώιος: λεχώ), αν δεν πρόκειται για απλό αναλογικό σχηματισμό (πρβλ. ολώιος)].
Dictionary of Greek. 2013.